KEIMENO
Aegrotabat Caecina Paetus, maritus Arriae, aegrotabat et filius. Filius mortuus est. Huic Arria funus ita paravit, ut ignoraretur a marito; quin immo cum illa cubiculum mariti intraverat, vivere filium simulabat, ac marito persaepe interroganti, quid ageret puer, respondebat: «Bene quievit, libenter cibum sumpsit». Deinde, cum lacrimae suae, diu cohibitae, vincerent prorumperentque, egrediebatur; tum se dolori dabat et paulo post siccis oculis redibat. Scribonianus arma in Illyrico contra Claudium moverat; fuerat Paetus in partibus eius et, occiso Scriboniano, Romam trahebatur. Erat ascensurus navem; Arria milites orabat, ut simul imponeretur. Non impetravit: conduxit piscatoriam naviculam ingentemque navem secuta est.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ο Καικίνας Παίτος, σύζυγος της Αρρίας, ήταν άρρωστος, άρρωστος ήταν και ο γιος. Ο γιος πέθανε. Σ΄ αυτόν η Αρρία ετοίμασε κηδεία έτσι, ώστε να αγνοείται από το σύζυγό της˙ όχι μόνο αυτό, αλλά και όσες φορές εκείνη έμπαινε στην κρεβατοκάμαρα του συζύγου, προσποιούταν ότι ο γιος ζούσε και στο σύζυγο που ρωτούσε πολύ συχνά, τι έκανε το παιδί, απαντούσε: «κοιμήθηκε καλά, έφαγε με όρεξη». Έπειτα, όταν τα δάκρυά της, που είχαν συγκρατηθεί για πολλή ώρα, νικούσαν και ξεσπούσαν, έβγαινε˙ τότε παραδινόταν στη θλίψη και λίγο αργότερα ξαναγύριζε με τα μάτια στεγνά. Ο Σκριβωνιανός είχε πάρει τα όπλα στην Ιλλυρία εναντίον του Κλαύδιου˙ ο Παίτος είχε πάει με το μέρος του και, αφού σκοτώθηκε ο Σκριβωνιανός, μεταφερόταν σιδεροδέσμιος στη Ρώμη. Επρόκειτο να ανέβει σε πλοίο˙ η Αρρία παρακαλούσε τους στρατιώτες να επιβιβαστεί μαζί του. Δεν το κατόρθωσε: νοίκιασε ψαράδικο πλοιάριο και ακολούθησε το μεγάλο πλοίο.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
- Aegrotābat: γ΄ ενικό οριστικής παρατατικού ενεργητικής φωνής του ρήματος aegroto, aegrotavi, aegrotatum, aegrotāre (1η συζυγία) = είμαι άρρωστος
- Caecīna: ονομαστική ενικού του ουσιαστικού Caecīna -ae (α΄ κλίση, αρσενικό) = o Καικίνας
- Paetus: ονομαστική ενικού του ουσιαστικού Paetus -i (β΄ κλίση, αρσενικό) = o Παίτος
- marītus: ονομαστική ενικού του ουσιαστικού marītus -i (β΄ κλίση, αρσενικό) = o σύζυγος
- Arriae: γενική ενικού του ουσιαστικού Arria -ae α΄ κλίση, θηλυκό = η Αρρία
- et: (συμπλεκτικός σύνδεσμος) = και
- filius: ονομαστική ενικού του ουσιαστικού filius -ii/i (β΄ κλίση, αρσενικό) = ο γιος (κλητική ενικού: fili)
- mortuus est: γ΄ ενικό, οριστικής παρακειμένου του ρήματος morior, mortuus sum, mori αποθετικό (3η συζυγία) = πεθαίνω (μετοχή μέλλοντα: moriturus)
- Huic: δοτική ενικού, αρσενικό της δεικτικής αντωνυμίας hic, haec, hoc = αυτός, -ή, -ό
- Arria: ονομαστική ενικού του ουσιαστικού Arria -ae (α΄ κλίση, θηλυκό) = η Αρρία
- funus: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού funus -eris (γ κλίση, ουδέτερο) = η κηδεία
- ita: (τροπικό επίρρημα) = έτσι, κατ’ αυτό τον τρόπο
- parāvit: γ΄ ενικό, οριστικής παρακειμένου, ενεργητικής φωνής του ρήματος paro, paravi, paratum, parāre (1η συζυγία) = ετοιμάζω
- ut: (συμπερασματικός σύνδεσμος) = ώστε
- ignorarētur: γ΄ ενικό υποτακτικής παρατατικού παθητικής φωνής του ρήματος ignoro, ignoravi, ignoratum, ignorāre (1η συζυγία) = αγνοώ
- a ή ab: (πρόθεση + αφαιρετική) = από
- marīto: αφαιρετική ενικού του ουσιαστικού marītus -i (β΄ κλίση, αρσενικό) = ο σύζυγος
- quin immo: (αντιθετικός σύνδεσμος) = όχι μόνο αλλά και, αλλά επιπλέον
- cum: (χρονικός σύνδεσμος - επαναληπτικός): κάθε φορά που
- illa: ονομαστική ενικού θηλυκού γένους της δεικτικής αντωνυμίας ille, illa, illud = εκείνος, -η, -ο
- cubiculum: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού cubiculum -i (β΄ κλίση, ουδέτερο) = η κρεβατοκάμαρα
- marīti: γενική ενικού του ουσιαστικού marītus -i β΄ κλίση, αρσενικό = ο σύζυγος
- intraverat: γ΄ ενικό οριστικής υπερσυντελίκου ενεργητικής φωνής, του ρήματος intro, intravi, intratum, intrāre (1η συζυγία) = μπαίνω
- vivere: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργητικής φωνής του ρήματος νiνο, vixi, victum, vivĕre (3η συζυγία) = ζω
- filium: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού filius -ii/i (β΄ κλίση, αρσενικό) = ο γιος (κλητική ενικού: fili)
- simulābat: γ΄ ενικό, οριστικής παρατατικού ενεργητικής φωνής του ρήματος simulo, simulavi, simulatum, simulāre (1η συζυγία) = προσποιούμαι
- ac: (συμπλεκτικός σύνδεσμος) = και
- marīto: δοτική ενικού του ουσιαστικού marītus -i (β΄ κλίση, αρσενικό) = ο σύζυγος
- persaepe: (χρονικό/ ποσοτικό επίρρημα) = πολύ συχνά
- interroganti: δοτική ενικού αρσενικού γένους της μετοχής ενεστώτα ενεργητικής φωνής του ρήματος interrogo, interrogavi, interrogatum, interrogāre (1η συζυγία) = ρωτώ
- quid: αιτιατική ενικού ουδετέρου γένους της ερωτηματικής ουσιαστικής αντωνυμίας quis, quis, quid = ποιος, -α, -ο
- ageret: γ΄ ενικό υποτακτικής παρατατικού ενεργητικής φωνής του ρήματος ago, egi, actum, agĕre (3η συζυγία) = οδηγώ, κάνω
- puer: ονομαστική ενικού του ουσιαστικού puer, pueri β΄ κλίση, αρσενικό = το παιδί
- respondēbat: γ΄ ενικό, οριστικής παρατατικού ενεργητικής φωνής του ρήματος respondeo, respondi, responsum, respondēre (2η συζυγία) = απαντώ
- bene: (τροπικό επίρρημα) = καλά (melius, optime)
- quiēvit: γ΄ ενικό οριστικής παρακειμένου ενεργητικής φωνής του ρήματος quiesco, quievi, quietum, quiescĕre (3η συζυγία) = κοιμάμαι
- libenter: (τροπικό επίρρημα) = πρόθυμα, με όρεξη (libentius, libentissime)
- cibum: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού cibus -i (β΄ κλίση, αρσενικό) = η τροφή
- sumpsit: γ΄ ενικό οριστικής παρακειμένου ενεργητικής φωνής του ρήματος sumo, sumpsi, sumptum, sumĕre (3η συζυγία) = παίρνω
- Deinde: (χρονικό επίρρημα) = έπειτα
- cum: (χρονικός σύνδεσμος / ιστορικός - διηγηματικός) = όταν
- lacrimae: ονομαστική πληθυντικού του ουσιαστικού lacrima -ae (α΄ κλίση, θηλυκό) = το δάκρυ
- suae: ονομαστική πληθυντικού θηλυκού γένους της κτητικής αντωνυμίας suus, sua, suum δικός, -ή, -ό του
- diu: (χρονικό επίρρημα) = για πολλή ώρα (diutius, diutissime)
- cohibitae: ονομαστική πληθυντικού θηλυκού γένους της μετοχής παρακειμένου παθητικής φωνής του ρήματος cohibeo, cohibui, cohibitum, cohibēre (2η συζυγία) = συγκρατώ
- vincerent: γ΄ πληθυντικό υποτακτικής παρατατικού ενεργητικής φωνής του ρήματος vinco, vici, victum, vincĕre (3η συζυγία) = νικώ
- prorumperent (que): γ΄ πληθυντικό υποτακτικής παρατατικού ενεργητικής φωνής, του ρήματος prorumpo, prorupi, proruptum, prorumpĕre (3η συζυγία) = ξεσπώ
- -que: (εγκλιτική λέξη, συμπλεκτικός σύνδεσμος) = και
- egrediebātur: γ΄ ενικό οριστικής παρατατικού του ρήματος egredior, egressus sum, egrĕdi αποθετικό (3η συζυγία) = βγαίνω
- tum: (χρονικό επίρρημα) = τότε
- se: αιτιατική ενικού θηλυκού γένους της προσωπικής αντωνυμίας γ΄ πρόσωπο = τον εαυτό της
- dolōri: δοτική ενικού του ουσιαστικού dolor -oris (γ΄ κλίση, αρσενικό) = ο πόνος, η θλίψη
- dabat: γ΄ ενικό οριστικής παρατατικού ενεργητικής φωνής του ρήματος do, dedi, datum dāre (1η συζυγία) = δίνω
- paulo: αφαιρετική ενικού ουδετέρου γένους του δευτερόκλιτου επιθέτου paulus, -a, -um = λίγος, -η, -ο (δεν σχηματίζει παραθετικά)
- post: (χρονικό επίρρημα) = αργότερα
- siccis: αφαιρετική πληθυντικού αρσενικού γένους του δευτερόκλιτου επιθέτου siccus, -a, -um = στεγνός, -ή, -ό
- oculis: αφαιρετική πληθυντικού του ουσιαστικού oculus, -i (β΄ κλίση, αρσενικό) = το μάτι
- redībat: γ΄ ενικό οριστικής παρατατικού ενεργητικής φωνής του ρήματος redeo, -ii, -itum, -īre (ανώμαλο) = ξαναγυρίζω
- Scribōnianus: ονομαστική ενικού του ουσιαστικού Scribōnianus -i (β΄ κλίση, αρσενικό) = ο Σκριβωνιανός
- arma: αιτιατική πληθυντικού του ουσιαστικού arma -armorum (β΄ κλίση, ουδέτερο) = τα όπλα (έχει μόνο πληθυντικό)
- in: (πρόθεση + αφαιρετική) = σε
- Illyrico: αφαιρετική ενικού του ουσιαστικού Illyricum -i (β΄ κλίση, ουδέτερο) = Ιλλυρία
- contra: (πρόθεση + αιτιατική) = εναντίον
- Claudium: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού Claudius -ii/i (β΄ κλίση, αρσενικό) = ο Κλαύδιος
- moverat: γ΄ ενικό οριστικής υπερσυντελίκου ενεργητικής φωνής του ρήματος moveo, movi, motum, movēre (2η συζυγία) = κινώ
- fuerat: γ΄ ενικό οριστικής υπερσυντελίκου του ρήματος sum, fui, -, esse = είμαι
- partibus: αφαιρετική πληθυντικού του ουσιαστικού partes, -ium (γ΄ κλίση, θηλυκό) = πολιτική παράταξη (ενικός: pars, partis = το μέρος)
- eius: γενική ενικού αρσενικού γένους της οριστικής - επαναληπτικής αντωνυμίας is, ea, id = αυτός, -ή, -ό
- occīso: αφαιρετική ενικού, αρσενικό, της μετοχής παρακειμένου παθητικής φωνής του ρήματος occido, occidi, occisum, occidĕre (3η συζυγία) = σκοτώνω
- Scribōniano: αφαιρετική ενικού του ουσιαστικού Scribōnianus -i (β΄ κλίση, αρσενικό) = ο Σκριβωνιανός
- Romam: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού Roma -ae (α΄ κλίση, θηλυκό) = η Ρώμη
- trahebātur: γ΄ ενικό οριστικής παθητικού παρατατικού του ρήματος traho, traxi, tractum, trahĕre (3η συζυγία) = τραβώ, σύρω
- Erat ascensurus: γ΄ ενικό οριστικής παρατατικού της ενεργητικής περιφραστικής συζυγίας του ρήματος: ascendo, ascendi, ascensum, ascendĕre (3η συζυγία) = ανεβαίνω
- navem: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού navis, navis (γ΄ κλίση, θηλυκό) = το πλοίο (αφαιρετική ενικού: navi/ nave)
- milites: αιτιατική πληθυντικού του ουσιαστικού miles, militis (γ΄ κλίση, αρσενικό) = ο στρατιώτης
- orābat: γ΄ ενικό οριστικής παρατατικού ενεργητικής φωνής του ρήματος oro, oravi, oratum, οrāre (1η συζυγία) = παρακαλώ
- ut: (βουλητικός σύνδεσμος) = να
- simul: (τροπικό επίρρημα) = συγχρόνως, μαζί
- imponerētur: γ΄ ενικό υποτακτικής παρατατικού παθητικής φωνής του ρήματος impono, imposui, impositum, imponĕre (3η συζυγία) = επιβιβάζω
- Νοn: (αρνητικό μόριο) = δεν, όχι
- impetrāvit: γ΄ ενικό οριστικής παρακειμένου ενεργητικής φωνής του ρήματος impetro, impetravi, impetratum, impetrāre (1η συζυγία) = κατορθώνω
- conduxit: γ΄ ενικό οριστικής παρακειμένου ενεργητικής φωνής του ρήματος conduco, conduxi, conductum, conducĕre (3η συζυγία) = νοικιάζω (β’ ενικό προστακτικής ενεστώτα: conduc)
- piscatoriam: αιτιατική ενικού θηλυκού γένους του δευτερόκλιτου επιθέτου piscatorius, -a, -um = ψαράδικος -η -ο (δεν σχηματίζει παραθετικά)
- naviculam: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού navicula -ae (α΄ κλίση, θηλυκό) = το πλοιάριο
- ingentemque: αιτιατική ενικού θηλυκού γένους του τριτόκλιτου επιθέτου ingens (-ntis), ingens, ingens = πελώριος, -α, -ο
- secūta est: γ΄ ενικό οριστικής παρακειμένου του ρήματος sequor, secutus sum, sequi αποθετικό (3η συζυγία) = ακολουθώ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου