ΚΕΙΜΕΝΟ
Brenno duce Galli, apud Alliam flumen deletis legionibus Romanorum, everterunt urbem Romam praeter Capitolium, pro quo immensam pecuniam acceperunt. Tum Camillus, qui diu apud Ardeam in exilio fuerat propter Veientanam praedam non aequo iure divisam, absens dictator est factus; is Gallos iam abeuntes secutus est: quibus interemptis aurum omne recepit. Quod illic appensum civitati nomen dedit: nam Pisaurum dicitur, quod illic aurum pensatum est. Post hoc factum rediit in exilium, unde tamen rogatus reversus est.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Οι Γαλάτες, με αρχηγό το Βρέννο, κοντά στον ποταμό Αλία, αφού κατατρόπωσαν τις λεγεώνες των Ρωμαίων, κατέστρεψαν εντελώς την πόλη Ρώμη, εκτός από το Καπιτώλιο, ως αντάλλαγμα του οποίου πήραν τεράστια χρηματικά ποσά. Τότε ο Κάμιλλος, που είχε βρεθεί εξόριστος για πολύ καιρό κοντά στην Αρδέα εξαιτίας της λείας από τους Βήιους, που δεν είχε μοιραστεί ακριβοδίκαια, εκλέχτηκε δικτάτορας αν και απουσίαζε˙ αυτός ακολούθησε τους Γαλάτες όταν έφευγαν πια˙ αφού τους εξολόθρευσε πήρε πίσω όλο το χρυσάφι. Επειδή αυτό ζυγίστηκε εκεί, έδωσε το όνομα στην πολιτεία: ονομάζεται δηλαδή Πίσαυρο, επειδή εκεί ζυγίστηκε το χρυσάφι. Μετά από αυτή την πράξη γύρισε στην εξορία, απ’ όπου όμως επέστρεψε, αφού τον παρακάλεσαν.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
- Brenno: αφαιρετική ενικού του ουσιαστικού Brennus -i (αρσενικό, β’ κλίση) = Βρέννος
- duce: αφαιρετική ενικού του ουσιαστικού dux -cis (αρσενικό, γ’ κλίση) = αρχηγός, στρατηγός
- Galli: ονομαστική πληθυντικού του ουσιαστικού Gallus -i (αρσενικό, β’ κλίση) = ο Γαλάτης
- apud: (πρόθεση που συντάσσεται με αιτιατική) = κοντά, σε
- Αlliam: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού Allia -ae (θηλυκό, α’ κλίση) = Αλλίας
- flumen: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού flumen -inis (ουδέτερο, γ’ κλίση) = ποταμός
- deletis: αφαιρετική πληθυντικού, θηλυκό της μετοχής παθητικού παρακειμένου του ρήματος deleo, delevi, deletum, delēre (2η συζυγία) = καταστρέφω
- legionibus: αφαιρετική πληθυντικού του ουσιαστικού legio -onis (θηλυκό, γ’ κλίση) = λεγεώνα
- Romanorum: γενική πληθυντικού του ουσιαστικού Romanus -i (αρσενικό, β’ κλίση) = Ρωμαίος
- everterunt: γ’ πληθυντικό οριστικής ενεργητικού παρακειμένου του ρήματος everto, everti, eversum, evertĕre (3η συζυγία) = καταστρέφω ολοκληρωτικά
- urbem: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού urbs -is (θηλυκό, γ’ κλίση) = πόλη
- Romam: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού Roma -ae (θηλυκό, α’ κλίση) = Ρώμη
- praeter: (πρόθεση + αιτιατική) = εκτός από
- Capitolium: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού Capitolium -ii/i (ουδέτερο, β’ κλίση) = Καπιτώλιο
- pro: (πρόθεση + αφαιρετική) = αντί
- quo: αφαιρετική ενικού, ουδετέρου γένους, της αναφορικής αντωνυμίας qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο
- immensam: αιτιατική ενικού, θηλυκό του δευτερόκλιτου επιθέτου immensus, -a, -um = τεράστιος (δεν διαθέτει παραθετικά ως απόλυτη έννοια)
- pecuniam: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού pecunia -ae (θηλυκό, α’ κλίση) = χρήματα, αμοιβή (δε διαθέτει πληθυντικό)
- acceperunt: γ’ πληθυντικό ενεργητικού παρακειμένου του ρήματος accipio, accepi, acceptum, accipĕre (3η συζυγία) = δέχομαι
- tum: (χρονικό επίρρημα) = τότε
- Camillus: ονομαστική ενικού του ουσιαστικού Camillus -i (αρσενικό, β’ κλίση) = Κάμιλλος
- qui: ονομαστική ενικού, αρσενικό, της αναφορικής αντωνυμίας qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο
- diu: (χρονικό επίρρημα) = για πολύ καιρό, για πολύ χρόνο, ήδη (diutius, diutissime)
- Ardeam: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού Αrdea -ae (θηλυκό, α’ κλίση) = Αρδέα
- in: (πρόθεση + αφαιρετική) = σε
- exilio: αφαιρετική ενικού του ουσιαστικού exilium -ii/i (ουδέτερο, β’ κλίση) = εξορία
- fuerat: γ’ ενικό οριστικής υπερσυντελίκου του ρήματος sum, fui, -, esse = είμαι, υπάρχω
- propter: πρόθεση που συντάσσεται με αιτιατική = εξαιτίας
- praedam: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού praeda -ae (θηλυκό, α’ κλίση) = λεία
- Veientanam: αιτιατική ενικού, θηλυκό, του δευτερόκλιτου επιθέτου Veientanus, -a, -um = από τους Βηίους, ο σχετικός με τους Βηίους (δεν σχηματίζει παραθετικά)
- non: (αρνητικό μόριο) = δεν
- aequo: αφαιρετική ενικού, ουδέτερο, του δευτερόκλιτου επιθέτου aequus, -a, -um, = ίσος, δίκαιος (aequior, -ior, -ius, aequissimus, -a, -um)
- iure: αφαιρετική ενικού του ουσιαστικού ius -iuris (ουδέτερο, γ’ κλίση) = δίκαιο
- divisam: αιτιατική ενικού, θηλυκό, της μετοχής παθητικού παρακειμένου του ρήματος divido, divisi, divisum, dividĕre (3η συζυγία) = μοιράζω
- absens: ονομαστική ενικού, αρσενικό της μετοχής ενεστώτα του ρήματος absum, afui, -, abesse = είμαι απών, απουσιάζω
- dictator: ονομαστική ενικού του ουσιαστικού dictator -oris (αρσενικό, γ’ κλίση)= δικτάτορας
- est factus: γ’ ενικό, οριστικής παρακειμένου του ρήματος fio, factus sum, fieri = γίνομαι (αποτελεί το παθητικό του facio, feci, factum, facĕre)
- is: ονομαστική ενικού, αρσενικό, της οριστικής αντωνυμίας is, ea, id = αυτός, -ή, -ό
- Gallos: αιτιατική πληθυντικού του ουσιαστικού Gallus -i (αρσενικό, β’ κλίση) = ο Γαλάτης
- iam: χρονικό επίρρημα = ήδη, πια
- abeuntes: αιτιατική πληθυντικού, αρσενικό, της μετοχής ενεστώτα του ρήματος abeo, abi(v)i, abitum, abire = φεύγω
- secutus est: γ’ ενικό οριστικής παρακειμένου του ρήματος sequor, secutus sum, sequi αποθετικό (3η συζυγία) = ακολουθώ
- quibus: αφαιρετική πληθυντικού, αρσενικό, της αναφορικής αντωνυμίας qui, quae, quod = ο οποίος, -α, -ο
- interemptis: αφαιρετική πληθυντικού, αρσενικό, της μετοχής παθητικού παρακειμένου του ρήματος interimo, interemi, interemptum, interimĕre (3η συζυγία) = σκοτώνω, εξολοθρεύω
- aurum: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού aurum -i (ουδέτερο, β’ κλίση) = χρυσάφι (δε διαθέτει πληθυντικό)
- omne: αιτιατική ενικού, ουδέτερο, γ’ κλίση, του επιθέτου οmnis, -is, -e, = όλος, -η, -ο (δεν σχηματίζει παραθετικά)
- recepit: γ’ ενικό, οριστικής ενεργητικού παρακειμένου, του ρήματος recipio, recepi, receptum, recipĕre (3η συζυγία) = παίρνω πίσω, επανακτώ
- quod: ονομαστική ενικού, ουδέτερο, της αναφορικής αντωνυμίας qui, quae, quod = ο οποίος, -α, -ο
- illic: (τοπικό επίρρημα) = εκεί
- appensum: ονομαστική ενικού, ουδέτερο, της μετοχής παθητικού παρακειμένου του ρήματος appendo, appendi, appensum, appendĕre (3η συζυγία) = ζυγίζω
- civitati: δοτική ενικού του ουσιαστικού civitas -atis (θηλυκό, γ’ κλίση) = πολιτεία (γενική πληθυντικού: civitatum / civitatium)
- nomen: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού nomen -inis (ουδέτερο, γ’ κλίση) = όνομα
- dedit: γ’ ενικό, οριστικής ενεργητικού παρακειμένου του ρήματος do, dedi, datum, dare (1η συζυγία) = δίνω
- nam: (αιτιολογικός σύνδεσμος) = γιατί, δηλαδή
- Pisaurum: ονομαστική ενικού του ουσιαστικού Pisaurum -i (ουδέτερο, β' κλίση) = Πίσαυρο
- dicitur: γ’ ενικό, οριστικής παθητικού ενεστώτα του ρήματος dico, dixi, dictum, dicĕre 3 = λέγω (β’ ενικό προστακτικής ενεστώτα: dic)
- quod: (αιτιολογικός σύνδεσμος) = επειδή
- pensatum est: γ’ ενικό οριστικής παθητικού παρακειμένου του ρήματος penso, pensavi, pensatum, pensāre (1η συζυγία) = ζυγίζω
- post: (πρόθεση + αιτιατική) = μετά
- factum: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού factum -i (ουδέτερο, β' κλίση) = πράξη
- hoc: αιτιατική ενικού, ουδέτερο, της δεικτικής αντωνυμίας hic, haec, hoc = αυτός, -ή, -ό
- rediit: γ’ ενικό, οριστικής ενεργητικού παρακειμένου του ρήματος redeo, redii, reditum, redire = επιστρέφω
- in: (πρόθεση + αιτιατική) = σε
- exilium: αιτιατική ενικού του ουσιαστικού exilium -ii/i (ουδέτερο, β’ κλίση) = εξορία
- unde: (τοπικό αναφορικό επίρρημα) = απ’ όπου
- tamen: (αντιθετικός σύνδεσμος) = όμως
- rogatus: ονομαστική ενικού, αρσενικό, της μετοχής παθητικού παρακειμένου του ρήματος rogo, rogavi, rogatum, rogāre (1η συζυγία) = παρακαλώ, ζητώ
- reversus est: γ’ ενικό, οριστικής παρακειμένου του ρήματος revertor, reversus sum, reverti ως αποθετικό ή revertor, reverti, reverti ως ημιαποθετικό (3η συζυγία) = επιστρέφω
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου